συγκαταλογίζομαι

συγκαταλογίζομαι
Α
υπολογίζω μαζί, λαμβάνω επίσης υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταλογίζομαι «υπολογίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκαταλογιζομένη — συγκαταλογίζομαι take into account together pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταλογίζεται — συγκαταλογίζομαι take into account together pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”